αποβλητικός

αποβλητικός
η , όν
1) отбрасывающий; удаляющий; 2) отчисляющий, исключающий; увольняющий (о приказе, документе и т. п.);

§ αποβλητικά φάρμακα — абортивные средства


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αποβλητικός" в других словарях:

  • ἀποβλητικά — ἀποβλητικός apt to throw off neut nom/voc/acc pl ἀποβλητικά̱ , ἀποβλητικός apt to throw off fem nom/voc/acc dual ἀποβλητικά̱ , ἀποβλητικός apt to throw off fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποβλητικόν — ἀποβλητικός apt to throw off masc acc sg ἀποβλητικός apt to throw off neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποβλητική — ἀποβλητικός apt to throw off fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»