- αποβλητικός
- η , όν1) отбрасывающий; удаляющий; 2) отчисляющий, исключающий; увольняющий (о приказе, документе и т. п.);
§ αποβλητικά φάρμακα — абортивные средства
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ αποβλητικά φάρμακα — абортивные средства
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀποβλητικά — ἀποβλητικός apt to throw off neut nom/voc/acc pl ἀποβλητικά̱ , ἀποβλητικός apt to throw off fem nom/voc/acc dual ἀποβλητικά̱ , ἀποβλητικός apt to throw off fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβλητικόν — ἀποβλητικός apt to throw off masc acc sg ἀποβλητικός apt to throw off neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποβλητική — ἀποβλητικός apt to throw off fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)